-
1 ἐπικάλαμοι
ἐπικᾰλᾰμ-οι πυροί wheatA in the stalk, AB291 (cf. καλάμη); αἱ ἀπὸ ἐπικαλάμου ἄρουραι fields whose corn is in stalk, POxy.499.10 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικάλαμοι
См. также в других словарях:
επικάλαμος — ἐπικάλαμος, ον (Α) 1. το στάχυ που βρίσκεται ακόμη πάνω στην καλαμιά 2. πάπ. «αἱ ἀπὸ ἐπικαλάμου ἄρουραι» τα επικαλάμεια … Dictionary of Greek